https://scontent.fath2-1.fna.fbcdn.net/v/t1.0-9/52646458_244536266426520_8465877420887506944_n.png?_nc_cat=104&_nc_ht=scontent.fath2-1.fna&oh=20ef86c13f6f6f80ba5c13ebc73b0b8e&oe=5CF37F92
σφετερισμός ο [sfeterizmós] Ο17 : η ενέργεια του σφετερίζομαι, η οικειοποίηση δικαιώματος: Ο ~ της εξουσίας, κατάληψη της εξουσίας ύστερα από βίαιη συνήθ. απομάκρυνση του προσώπου που την κατείχε νόμιμα.

Σχόλια