![]() |
σφετερισμός ο [sfeterizmós] Ο17 : η ενέργεια του σφετερίζομαι, η οικειοποίηση δικαιώματος: Ο ~ της εξουσίας, κατάληψη της εξουσίας ύστερα από βίαιη συνήθ. απομάκρυνση του προσώπου που την κατείχε νόμιμα. |
![]() |
σφετερισμός ο [sfeterizmós] Ο17 : η ενέργεια του σφετερίζομαι, η οικειοποίηση δικαιώματος: Ο ~ της εξουσίας, κατάληψη της εξουσίας ύστερα από βίαιη συνήθ. απομάκρυνση του προσώπου που την κατείχε νόμιμα. |
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου